- ἀφιλανθρωπία
- ἀφιλανθρωπίᾱ , ἀφιλανθρωπίαlack of human feelingfem nom/voc/acc dualἀφιλανθρωπίᾱ , ἀφιλανθρωπίαlack of human feelingfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφιλανθρωπία — ἀφιλανθρωπία, η (Α) [αφιλάνθρωπος] έλλειψη φιλανθρωπίας, αγάπης για τους συνανθρώπους … Dictionary of Greek
ἀφιλανθρωπίαν — ἀφιλανθρωπίᾱν , ἀφιλανθρωπία lack of human feeling fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)